Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Άρθρο της Φ. Βλαχοπούλου

Πιθανόν η πλειονότης της ελληνικής κοινωνίας να κατηγορείται ότι ζει με τα συναισθήματα που προκύπτουν από το βιοτικό του επίπεδο, το οποίο τα τελευταία χρόνια διαμορφώθηκε εντελώς ανέλπιστα, σε οριακά προς την φτώχεια επίπεδα. Μιζέρια, μεμψιμοιρία, διαμαρτυρία, αγανάκτηση, απορία, δυστυχία και άλλα πολλά, που είναι στοιχεία της καθημερινότητας ενσωματωμένα πλέον και σε κατάσταση διέγερσης εξ αιτίας των «κακών» κυβερνήσεων που μέχρι σήμερα πέρασαν από την χώρα. «Ήλθον, είδον και απήλθον», αφήνοντας πίσω τους οικονομική αθλιότητα, την οποία βεβαίως ολοκληρώνει η παρούσα κυβέρνηση, που εν είδει σωτηρίας λύσης «στέγνωσε» τον ελληνικό λαό. Και συνεχίζει την πολιτική της αφαίμαξης, με στόχαστρο πάντα τα εύκολα θύματα των δηλωμένων και ντοκουμενταρισμένων, μισθωτών και συνταξιούχων που καλύπτουν το μεγαλύτερο φάσμα των πολιτών. Το ψέμα ήταν γνωστό πως έπαιζε μεγάλο ρόλο στην πολιτική, ως παρακλάδι της υποσχεσιολογίας, που είναι το Άλφα και το Ωμέγα στην πολιτική καριέρα. Ίσως ορισμένοι «αθλούμενοι» στον πολιτικό στίβο να διαμαρτύρονται, υπεραμυνόμενοι εαυτούς πως είναι ειλικρινείς, δεν υπόσχονται, δεν είναι «βολευτές» αλλά βουλευτές, είναι έντιμοι και αγωνίζονται με οράματα για την χώρα και τους πολίτες της. Αν τους δοθεί το ελαφρυντικό της… άγνοιας επί των διαδραματισθέντων κατ’ εξακολούθηση, στην μέχρι σήμερα διακυβέρνηση της χώρας. Απαράδεκτο! Το ψέμα λοιπόν στον χειρισμό του από τους ταλαντούχους πολιτικούς παρουσιάζεται ως αλήθεια, όταν άπτεται των εύπιστων πολιτών που καλή τη πίστη ελπίζουν πως, όταν ο Πρωθυπουργός διαβεβαιώνει ότι δεν θα εφαρμόσει νέα μέτρα αφαίμαξης, θα τηρήσει (μεγάλη λέξη) τον λόγο του και θα αφήσει τα πράγματα ως έχουν. Κι όμως. Στην πορεία διαπιστώνουν πως το «δεν» έχει μπερδέψει τον ρόλο του και από αρνητικό μόριο μετατρέπεται σε θετικό. Διότι, άλλο η ελληνική γλώσσα και άλλο η πολιτική. Ευθύνη λοιπόν των κυβερνήσεων, η εξαθλίωση της χώρας. Ευθύνη όμως φέρουν και οι πολίτες και ψηφοφόροι, ως προς την επιείκεια που δείχνουν προσερχόμενοι στις κάλπες, αφού ψηφίζουν τους ίδιους και τους ίδιους. Έτσι δίνουν την ευκαιρία στους υποψηφίους και ακολούθως στους εκλεγέντας, να πιστέψουν πως τυγχάνουν της εμπιστοσύνης των πολιτών, έστω κι αν τα ποσοστά εκλογής τους, είναι κατά πολύ μειωμένα από αυτά των προηγούμενων εκλογών. Το μέγεθος των ποσοστών είναι σημαντικό και λαμβάνεται πολύ σοβαρά μόνο όταν επανεκλέγεται, μετά την επί μακρόν χρόνο θητεία στην θέση της αντιπολιτεύσεως, ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Στην περίπτωση όμως των επόμενων εκλογών, που τα μεγέθη των ποσοστών μικραίνουν λόγω φθοράς, φυσιολογικής ή μη, εξακολουθεί ο θρίαμβος του νικητή. Ο ρόλος της ψήφου είναι πρωταγωνιστικός και ο καθ’ ύλην υπεύθυνος για την σωστή ή λάθος επιλογή. Αυτό επιβεβαιώνεται βραχυπρόθεσμα σχεδόν από το τέλος των εκλογών. Δυσαρεστημένοι και αντίθετοι πολίτες προς την κυβερνητική πολιτική και εξουσία θα υπάρχουν πάντα. Η διαύγεια του πνεύματος και η αντικειμενική κρίση όμως, είναι δύο στοιχεία που ρυθμίζουν την διαμόρφωση άποψης, πέρα από φανατισμούς και εθελοτύφλωση, που οδηγούν στην άρνηση αποδοχής των λαθών, άρα και στην επανάληψη της ίδιας επιλογής στις επόμενες εκλογές. Η φθορά του ΠΑΣΟΚ μέσα σε ενάμισι χρόνο είναι εφάμιλλη της Νέας Δημοκρατίας. Η «ψαλίδα» μεταξύ τους μικραίνει, αλλά και οι δύο μαζί κυβέρνηση δεν κάνουν. Σε βάση ποσοστών δηλαδή, διότι η προοπτική συγκυβέρνησης είναι μηδαμινή.