Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Τι θα γίνει με μας;

Τι θα γίνει με μας;
Γράφει η Ντιάνα Τσερβονίδου

Όσο περνάνε οι μέρες, τόσο μεγαλώνει η ανησυχία μας για το μέλλον της χώρας, μέσα στην οποία ζούμε και καλούμαστε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Το κόστος ζωής μεγαλώνει επικίνδυνα, χωρίς από την άλλη, να λαμβάνονται μέτρα κοινωνικής πρόνοιας προς το κοινωνικό σύνολο που δεινοπαθεί από την υφιστάμενη κατάσταση. Με αδιέξοδο μοιάζει η ζωή μας στην Ελλάδα, χωρίς, ωστόσο, να είμαστε σε θέση να την αλλάξουμε προς το καλύτερο. Η φυγή μοιάζει με την καλύτερη λύση στην παρούσα φάση, πού να πάμε όμως; Ποιος μας περιμένει με ανοιχτές τις αγκάλες; Όταν στην δεκαετία του πενήντα με εξήντα οι Έλληνες έφευγαν ως πρόσφυγες στην Γερμανία, ήξεραν, ότι οι περισσότεροι από αυτούς θα βρουν ένα καταφύγιο και μια θέση εργασίας, σήμερα μετά από τόσα χρόνια, η Γερμανία δεν δείχνει διατεθειμένη να υποδεχτεί το νέο προσφυγικό κύμα, που ετοιμάζεται να ανοίξει τα φτερά του αφήνοντας πίσω για πάντα την πατρίδα, που δεν έχει να τους προσφέρει ούτε τα στοιχειώδη.
Με όλες τις πόρτες κλειστές και χωρίς καμία ελπίδα, ότι τα πράγματα θα αλλάξουν στο εσωτερικό της χώρας ο Έλληνας καλείται να ξεπεράσει το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης. Η ισχυρή Ευρώπη δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για την τύχη της Ελλάδος, αφού το μόνο που κάνει είναι να λειτουργεί με τρόπο εχθρικό, όσον αφορά τα συμφέροντα της χώρας μας.
Φως στην άκρη του τούνελ δεν υπάρχει. Ένα εντελώς θολό τοπίο απλώνεται διάπλατα μπροστά μας, προϊδεάζοντάς μας για χειρότερες μέρες. Οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν είναι ικανές να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη. Ο λόγος τους ανίσχυρος και ξένος σε εμάς δεν βρίσκει κανένα απολύτως αντίκρισμα.
Τι θα γίνει με την χώρα; Ρωτάμε και ξαναρωτάμε, ανήμποροι να βρούμε απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα. Πως μας κατάντησαν οι ανίκανοι πολιτικοί που επί τόσα χρόνια κρατούσαν τα ηνία του κράτους. Τα προσωπικά συμφέροντα, η αδιαφορία και η ανικανότητά τους, μας έφεραν στο χείλος του γκρεμού. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, όλοι είναι το ίδιο. Η αλλαγή κυβέρνησης ποτέ δεν ταυτιζόταν με αλλαγή πολιτικής πορείας. Ίδιες τακτικές με διαφορετικά πρόσωπα και μην πιστέψει κανείς, ότι μια ενδεχόμενη αλλαγή στην πολιτική πυραμίδα θα μας σώσει, γιατί θα εξαπατηθεί οικτρά, για άλλη μια φορά.
Η νέα γενιά των Ελλήνων, η πιο αδικημένη από όλες, χωρίς να φταίει σε τίποτα, θα πληρώνει το μάρμαρο της κρίσης για πολλά συναπτά έτη. Βέβαια, από τον κανόνα και για ευνόητους λόγους εξαιρούνται τα παιδιά των ισχυρών ανδρών της χώρας. Δυστυχώς αυτή είναι η δημοκρατία μας…

Άρθρο της Φ. Βλαχοπούλου

Βαρύ το κλίμα στην ΕΛ.ΑΣ. μετά τις κηδείες των νεαρών αστυνομικών. Δεν θα επαναλάβω τις περιγραφές συναισθημάτων και τις λεπτομέρειες, που πολλές φορές αγγίζουν τα όρια της καπηλείας χάριν σκοπιμοτήτων, αλλά θα αναφερθώ σε κάτι που κατά την άποψή μου θεωρείται αξιοσημείωτο και χαρακτηρίζει πλήρως την έννοια της απαξίας.
Οι οικείοι των θυμάτων-αστυνομικών διεμήνυσαν στους εν ενεργεία πολιτικούς, στον αρχηγό και τους ανώτερους αξιωματικούς της ελληνικής αστυνομίας, την επιθυμία τους να μην παρευρεθούν στην κηδεία των παιδιών τους !!! Ανεπιθύμητοι. Δικαίως. Οι άνθρωποι μέσα στον αβάσταχτο πόνο τους είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν συλλυπητήρια, από αυτούς οι οποίοι είτε από ανικανότητα, αδιαφορία ή αμέλεια έγιναν εκ των πραγμάτων αρωγοί στην δολοφονία των παιδιών τους.
Άλλωστε όλοι γνωρίζουν πως τα ΜΜΕ καραδοκούν σε παρόμοιες περιστάσεις και εντοπίζουν πολιτικές παρουσίες, τις ζουμάρουν με τις φωτο… και τις κάμερες, και ακολούθως τις «προσφέρουν» ως θέαμα στο… φιλοθεάμον κοινό προς πάσαν χρήσιν. Στην χαρά και στην λύπη είναι ευκαιρία να προβάλλουν την παρουσία τους και να δημιουργήσουν εντυπώσεις υπέρ του πολιτικού τους prestige.
Θαρραλέα λοιπόν ενέργεια η θέση των οικείων των θυμάτων της εγκληματικής ενέργειας, να μη συνηγορήσουν ακουσίως στις δημόσιες σχέσεις των πολιτικών. Διότι, μέσα στο πολιτικό παιχνίδι η παρουσία δημοσίων ανδρών σε παρόμοιες εκδηλώσεις θεωρείται απαραίτητο στοιχείο αυτού.
Πέρα από τα συλλυπητήρια του πολιτικού κόσμου, που πρωτίστως εκφράζονται, ακολουθεί το σλόγκαν της υπόσχεσης πως «η πολιτεία θα βρίσκεται κοντά στις οικογένειες των θυμάτων». Αυτό βέβαια δεν μπορούν οι πολίτες να το εκτιμήσουν, διότι δεν υπάρχει δυνατότητα να το διαπιστώσουν. Αρκούνται απλώς στις δηλώσεις οικείων των θυμάτων, που τα φέρετρά τους καλύπτονται με την ελληνική σημαία και ανήκουν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, πως η πολιτεία τους ξέχασε παρ’ όλες τις υποσχέσεις των υπευθύνων. Εκεί διαφαίνεται και επαληθεύεται το «τοπίο» της ψευδούς υποσχεσιολογίας με τραγικές επιπτώσεις (αρκετές φορές) στις οικογένειες των θυμάτων. Ηθικές και υλικές. Κυρίως των πρώτων.
Η μηνιαία αμοιβή, για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι νέοι αστυνομικοί είναι της τάξης περίπου των 800 έως 1000 Ευρώ. Ευκαιρία λοιπόν να στηρίζουν οι δημοσιογράφοι και οι αναλυτές-πολιτευτές ή ακόμη και οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης να χαρακτηρίζουν τους νεκρούς θύματα, που έπεσαν την ώρα του καθήκοντος και η αμοιβή τους είναι όπως όλων της γενιάς των 800 Ευρώ. Λες και η ανθρώπινη ζωή έχει τιμή και αξία που υπολογίζεται με τις μηνιαίες αποζημιώσεις.
Δηλαδή, αν τα θύματα παρόμοιων περιπτώσεων έπαιρναν 3.000, 5.000 Ευρώ ή και παραπάνω, ο θάνατος θα προκαλούσε συναισθήματα μειωμένης έντασης άρα και το πένθος δεν θα διαρκούσε πολύ. Αν είναι δυνατόν!
Ορισμένες φορές θα όφειλαν οι ανευθυνοϋπεύθυνοι να τηρούν όχι μόνο σιωπή ενός λεπτού, αλλά σιωπή διαρκείας. Τουλάχιστον από σεβασμό προς τους αδικοχαμένους και τις οικογένειες που θρηνούν. Ακόμη και την πρόνοια υπέρ αυτών, αν προτίθεται να της δώσουν σάρκα και οστά, δεν θα έπρεπε να την διατυμπανίζουν, διότι φαντάζει σαν συναλλαγή με λανθασμένο σκεπτικό. Ο ανθρώπινος πόνος δεν συναλλάσσεται με χρήμα, κυρίως δε όταν αυτό είναι… κάλπικο.