Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010



Σήμερα αντί σχολίων, θα ήθελα να μου επιτρέψετε να δημοσιοποιήσω ένα κείμενο, το οποίο αλίευσα από το διαδίκτυο.
Πρόκειται για μια επιστολή την όποια συνέταξε ένας πρώην πιλότος της πολεμικής μας αεροπορίας και ειλικρινά με συγκίνησε. Θα σας παρακαλούσα δε, να δώσετε την πρέπουσα προσοχή και να το διαβάσετε, γιατί αποκαλύπτει το ποιοι πραγματικά ευθύνονται, για την κατάσταση που επικρατεί στην Θράκη, με τις προκλητικότητες των εγκάθετων τις Άγκυρας.






-Πονάω.
-Δεν έχω τίποτα με τους μουσουλμάνους.
-Τα’ χω με τους Έλληνες γενίτσαρους.
-Τους βολεμένους και μίζερους, τους αδιάκοπα λογιοκοιμώμενους και φλιαροδημοκρατίζοντες.
-Δυστυχώς τα συμφέροντά τους δεν συνάδουν με το συμφέρον της Πατρίδας. -Αναρωτιέμαι, άξιζε τον κόπο;
-Είδα κοπάδια να σκορπάνε στο πέρασμά μου.
-Είδα αφελείς να με μουντζώνουν.

Κοπέλα μου, δάκρυσα και πόνεσα μαζί σου κι είπα Θεέ μου είναι κι άλλοι σαν κι εμένα! Είναι κι άλλοι που αγαπάνε τον άμοιρο τούτο τόπο. Δεν είμαι μόνος! Μόνος ένιωθα όλα τούτα τα χρόνια, μόνος μέσ’ τους συναδέλφους και τους συμπατριώτες. Μόνος μεσ’ την κακομοιριά, τον ωχαδελφισμό, τη βόλεψη και την αδιαφορία για κάθε τι που αφορά στην έρμη τούτη Χώρα. Μόνος μεσ’ το αεροπλάνο πέρασα τα νιάτα μου, πάνω απ’ τις θάλασσες και τις βουνοκορφές της γλυκειάς μου ΕΛΛΑΔΑΣ. Μέσα απ’ αυτό, είδα όλα τα όμορφά της, απ’ το Διδυμότειχο μέχρι το Καστελόριζο κι απ’ τη Γαύδο ως τους Οθωνούς. Πέταξα πάνω απ΄τα αφρισμένα κύματα κι απ’ τις βουνοπλαγιές της. Είδα κοπάδια να σκορπάνε στο πέρασμά μου, είδα αφελείς να με μουτζώνουν, είδα το cockpit να γεμίσει αρμίρα. Πέταξα ατέλειωτες νύχτες ακολουθώντας ένα κόκκινο φωτάκι στο μισό μέτρο, αντιμετώπισα φωτιές και βλάβες στο αεροπλάνο, είδα το χάρο με τα μάτια μου κάποιες φορές.Κουβάλησα στους ώμους συναδέλφους και συμμαθητές, έδωσα τη γαλανόλευκη κειμήλιο στους γονείς και στις γυναίκες τους. Κυνήγησα «συμμάχους», προκάλεσα, μπήκα μπροστάρης, έδειξα το δρόμο. Μίλησα για Ελλάδα, μίλησα πολύ, βούρκωναν τα μάτια μου. Δεν ένιωθα όμως να’χουν οι άλλοι αυτό που ‘χω εγώ μεσ’ τα σωθικά μου. Δεν ξέρω. Δεν τους κατάλαβα, δεν με κατάλαβαν. Κι έλεγα Θεέ μου μήπως είμαι παράφρων, μήπως θέλω γιατρό ; Εγώ τρελαίνομαι γι’ αυτή την Πατρίδα, κι ο κόσμος γύρω μου δε νιώθει τίποτα. Που ζεις μου λέγανε, ξύπνα, πάνε αυτά πια, μην πας με το σταυρό στο χέρι, όλοι κλέβουνε, στείλε τα παιδιά σου στην Αυστραλία να ζήσουν σαν άνθρωποι !Ασπρίσαν τα μαλλιά μου πια. Πέρασα στα ..ήντα. Γυρίζω στις σκέψεις μου. Θυμάμαι τους ιδρώτες που έχυσα, τους φίλους που έχασα, τα ιδανικά που γαλουχήθηκα. Και σ’ όλα αυτά προσθέτω την αξέχαστη εικόνα των μιναρέδων που περνούσαν κάτω απ’ τα πόδια μου πάνω απ’ τα χωριά της Θράκης, συνάμα με τις αγωνίες των φίλων που ολοένα γράφουν τις τελευταίες μέρες γι’ αυτή. Πονάω. Δεν έχω τίποτα με τους μουσουλμάνους. Τα’ χω με τους Έλληνες γενίτσαρους. Τους βολεμένους και μίζερους, τους αδιάκοπα λογιοκοιμώμενους και φλιαροδημοκρατίζοντες. Αυτούς που! … δυστυχώς τα συμφέροντά τους δεν συνάδουν με το συμφέρον της Πατρίδας. Κι αναρωτιέμαι, άξιζε τον κόπο; Όχι για τη ζωή που εμείς ηθελημένα ακολουθήσαμε, μα για κείνες τις μάννες που κάθε τόσο συνοδεύουμε θρηνούσες πάνω απ’ τα άδεια φέρετρα των γιών τους. Άξιζε κοπέλα μου, κι αξίζει για όλους που είναι σαν εσένα. Εσύ απλά απόρριψε τους γενίτσαρους, απαξίωσέ τους, αγνόησέ τους και κάνε το λειτούργημά σου. Δίδασκε, δίδασκε, και μίλα. Μίλα αδιάκοπα και τραγούδα για την ΕΛΛΑΔΑ όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, δείχνε με παρησία την αγάπη σου γι’ αυτή. Κι άστους να σε πούνε εθνικόφρωνα. Αηδίες, εδώ που φτάσαμε ! Δίδασκε κι έχε πάντα στο μυαλό σου πως «...μες το Αιγαίο πέλαγο στήθηκε μια παρτίδα και σου ‘τυχε για μια ζωή η πιο γλυκειά Πατρίδα».