Βαρύ το κλίμα στην ΕΛ.ΑΣ. μετά τις κηδείες των νεαρών αστυνομικών. Δεν θα επαναλάβω τις περιγραφές συναισθημάτων και τις λεπτομέρειες, που πολλές φορές αγγίζουν τα όρια της καπηλείας χάριν σκοπιμοτήτων, αλλά θα αναφερθώ σε κάτι που κατά την άποψή μου θεωρείται αξιοσημείωτο και χαρακτηρίζει πλήρως την έννοια της απαξίας.
Οι οικείοι των θυμάτων-αστυνομικών διεμήνυσαν στους εν ενεργεία πολιτικούς, στον αρχηγό και τους ανώτερους αξιωματικούς της ελληνικής αστυνομίας, την επιθυμία τους να μην παρευρεθούν στην κηδεία των παιδιών τους !!! Ανεπιθύμητοι. Δικαίως. Οι άνθρωποι μέσα στον αβάσταχτο πόνο τους είναι υποχρεωμένοι να δεχθούν συλλυπητήρια, από αυτούς οι οποίοι είτε από ανικανότητα, αδιαφορία ή αμέλεια έγιναν εκ των πραγμάτων αρωγοί στην δολοφονία των παιδιών τους.
Άλλωστε όλοι γνωρίζουν πως τα ΜΜΕ καραδοκούν σε παρόμοιες περιστάσεις και εντοπίζουν πολιτικές παρουσίες, τις ζουμάρουν με τις φωτο… και τις κάμερες, και ακολούθως τις «προσφέρουν» ως θέαμα στο… φιλοθεάμον κοινό προς πάσαν χρήσιν. Στην χαρά και στην λύπη είναι ευκαιρία να προβάλλουν την παρουσία τους και να δημιουργήσουν εντυπώσεις υπέρ του πολιτικού τους prestige.
Θαρραλέα λοιπόν ενέργεια η θέση των οικείων των θυμάτων της εγκληματικής ενέργειας, να μη συνηγορήσουν ακουσίως στις δημόσιες σχέσεις των πολιτικών. Διότι, μέσα στο πολιτικό παιχνίδι η παρουσία δημοσίων ανδρών σε παρόμοιες εκδηλώσεις θεωρείται απαραίτητο στοιχείο αυτού.
Πέρα από τα συλλυπητήρια του πολιτικού κόσμου, που πρωτίστως εκφράζονται, ακολουθεί το σλόγκαν της υπόσχεσης πως «η πολιτεία θα βρίσκεται κοντά στις οικογένειες των θυμάτων». Αυτό βέβαια δεν μπορούν οι πολίτες να το εκτιμήσουν, διότι δεν υπάρχει δυνατότητα να το διαπιστώσουν. Αρκούνται απλώς στις δηλώσεις οικείων των θυμάτων, που τα φέρετρά τους καλύπτονται με την ελληνική σημαία και ανήκουν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, πως η πολιτεία τους ξέχασε παρ’ όλες τις υποσχέσεις των υπευθύνων. Εκεί διαφαίνεται και επαληθεύεται το «τοπίο» της ψευδούς υποσχεσιολογίας με τραγικές επιπτώσεις (αρκετές φορές) στις οικογένειες των θυμάτων. Ηθικές και υλικές. Κυρίως των πρώτων.
Η μηνιαία αμοιβή, για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι νέοι αστυνομικοί είναι της τάξης περίπου των 800 έως 1000 Ευρώ. Ευκαιρία λοιπόν να στηρίζουν οι δημοσιογράφοι και οι αναλυτές-πολιτευτές ή ακόμη και οι πολιτικοί της αντιπολίτευσης να χαρακτηρίζουν τους νεκρούς θύματα, που έπεσαν την ώρα του καθήκοντος και η αμοιβή τους είναι όπως όλων της γενιάς των 800 Ευρώ. Λες και η ανθρώπινη ζωή έχει τιμή και αξία που υπολογίζεται με τις μηνιαίες αποζημιώσεις.
Δηλαδή, αν τα θύματα παρόμοιων περιπτώσεων έπαιρναν 3.000, 5.000 Ευρώ ή και παραπάνω, ο θάνατος θα προκαλούσε συναισθήματα μειωμένης έντασης άρα και το πένθος δεν θα διαρκούσε πολύ. Αν είναι δυνατόν!
Ορισμένες φορές θα όφειλαν οι ανευθυνοϋπεύθυνοι να τηρούν όχι μόνο σιωπή ενός λεπτού, αλλά σιωπή διαρκείας. Τουλάχιστον από σεβασμό προς τους αδικοχαμένους και τις οικογένειες που θρηνούν. Ακόμη και την πρόνοια υπέρ αυτών, αν προτίθεται να της δώσουν σάρκα και οστά, δεν θα έπρεπε να την διατυμπανίζουν, διότι φαντάζει σαν συναλλαγή με λανθασμένο σκεπτικό. Ο ανθρώπινος πόνος δεν συναλλάσσεται με χρήμα, κυρίως δε όταν αυτό είναι… κάλπικο.