Ξέμπαρκοι και αδικημένοι…
Γράφει η Ντιάνα Τσερβονίδου
Πόση, πια, οικονομία πρέπει να κάνει ο φορολογούμενος πολίτης της χώρας, για να μπορέσει να βγάλει αξιοπρεπώς τον μήνα του; Λογαριασμοί και υποχρεώσεις συνεχίζουν να ταλαιπωρούν, το έτσι και αλλιώς, φθαρμένο “πορτοφόλι”, που δίνει χωρίς να παίρνει.
Με τα πενιχρά του έσοδα, ο μέσος πολίτης αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο υψηλό κόστος ζωής που του έχουν δημιουργήσει οι ισχυροί παράγοντες του πολιτικού στίβου. Δεν είναι όμως ανθρωπίνως δυνατό να πληρώνεις, χωρίς να έχεις από κάπου να παίρνεις. Αυτό δεν μπορεί να καταλάβει η ελληνική Πολιτεία, που απαιτεί, κάθε φορά περισσότερα, με το «μαστίγιο» στο χέρι, χωρίς να λαμβάνει σοβαρά υπόψη το γεγονός, ότι δεν υπάρχει «σάλιο». Η φτώχεια και η κοινωνική εξαθλίωση έχουν σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά τους.
Αυτοί, όμως, ζητάνε, ζητάνε και συνεχίζουν να ζητάνε, κάνοντας κάθε φορά πιο απαιτητικές τις αξιώσεις τους. Ο πολίτης, εξ ανάγκης, γίνεται πολλές φορές φοροφυγάς. Λόγου χάρη, όταν του ζητάνε λιγότερα χρήματα για ένα προϊόν χωρίς απόδειξη σε κάποιο κατάστημα. Τι να κάνει ο οικονομικά ταλαιπωρημένος συνάνθρωπος που προσπαθεί απεγνωσμένα να εξοικονομήσει χρήματα, για να επιβιώσει; Στην πλειονότητα των περιπτώσεων θα ζητήσει ο ίδιος να μην του δοθεί απόδειξη, με αντάλλαγμα την μείωση της αρχικής τιμής, για κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσει.
Οι αυξήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες έχουν πάρει την ανιούσα, εγκλωβίζοντας ακόμη περισσότερο τον πολίτη στον οικονομικό κλοιό, που φέρει την χαρακτηριστική ονομασία «οικονομική κρίση».
Κόψε από εδώ, κόψε από εκεί, στο τέλος αυτό που θα μείνει είναι να περιορίσουμε, ακόμη, και τον αέρα που αναπνέουμε. Μια πραγματικά σκληρή οικονομική πολιτική που σου δίνει την εντύπωση, ότι αποσκοπεί στην φυσική εξόντωση όλων των οικονομικά αδύνατων μελών της κοινωνίας.
Περισσότερο από όλους πλήγονται, οπωσδήποτε, οι πολυμελείς οικογένειες, ειδικά δε εκείνες που έχουν να αναθρέψουν μικρά παιδιά. Οι ανάγκες είναι πολλές, τα χρήματα είναι λίγα, αλλά κανείς από τους οικονομικά και πολιτικά ισχυρούς δεν φαίνεται να ανησυχεί για την υφιστάμενη κατάσταση. Μετά σου λένε πως η Ελλάδα υποφέρει από την υπογεννητικότητα, γιατί ο Έλληνας δεν κάνει παιδιά. Πώς να κάνει, όμως, οικογένεια κάποιος νέος, όταν δεν είναι οικονομικά εξασφαλισμένος. Όταν βιώνει στο πετσί του την αβεβαιότητα του αύριο. Και στο κάτω-κάτω, σε τι κόσμο θα φέρει τα παιδιά του, όταν ο ίδιος είναι “ξέμπαρκος” και ατενίζει με τρόμο τον “ορίζοντα” που ορθώνεται απειλητικά μπροστά του; Είναι μερικά, μόνον, ερωτήματα που θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, να προβληματίσουν την πολιτική ηγεσία του κράτους.