Μεταλλεύματα αξίας περίπου 28 δισ. ευρώ βρίσκονται στο υπέδαφος της Β. Ελλάδας
Τα τελευταία χρόνια και για διαφόρους λόγους η Ελλάδα εγκατέλειψε δύο βασικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές, οι οποίες τη βοήθησαν επί αιώνες να ζήσει και να δημιουργήσει: το έδαφός της με την αγροτική παραγωγή και το υπέδαφός της με τη μεταλλευτική παραγωγή και τη βιομηχανία που στηρίχθηκε σε αυτήν. Η ανάγκη για νέες παραγωγικές δραστηριότητες φέρνει ξανά στην επιφάνεια τον τεράστιο ορυκτό πλούτο της χώρας και την εκμετάλλευσή του, όπως είχε γίνει κατά κόρον πριν από μερικές δεκαετίες με πολύ θετικά αποτελέσματα.
«Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από πετρελαιοπηγές διότι διαθέτει άφθονο νικέλιο!» έλεγε χαρακτηριστικά πριν από 50 χρόνια ο μακαρίτης Πρόδρομος Μποδοσάκης, αλλά από τότε κύλησε πολύ νερό στο Αιγαίο και στο Ιόνιο. Σήμερα η Ελλάδα έχει ανάγκη και τους υδρογονάνθρακες αλλά και τον ορυκτό της πλούτο, ώστε με σωστές παραχωρήσεις σε ιδιώτες και με απόλυτη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος να αντληθούν μεταλλεύματα συνολικής αξίας περίπου 28 δισ. ευρώ που βρίσκονται στο υπέδαφός της και κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) που είναι ο επίσημος φορέας του Δημοσίου για τον ορυκτό πλούτο της χώρας. Κατά το ΙΓΜΕ στη χώρα μας κρύβεται ένα μικρό «Ελντοράντο» κάτω από το έδαφός της.
«Πάνω από 450 τόνοι χρυσού, αλλά και πλήθος άλλων μετάλλων, είναι κρυμμένα στο υπέδαφος της Βόρειας Ελλάδας και αναξιοποίητα μέχρι σήμερα» λέει ο κ. Κ. Παπαβασιλείου, γενικός διευθυντής του ΙΓΜΕ. Πρόκειται για βεβαιωμένα κοιτάσματα, όπως αποδεικνύουν οι έρευνες του Ινστιτούτου.
Εκτός από χρυσό, στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν πολλά ακόμα μέταλλα, σε αξιοποιήσιμες ποσότητες, που η συνολική τους αξία «φθάνει τα 28 δισ. ευρώ με βάση τις τρέχουσες τιμές μετάλλων» σύμφωνα με τον κ. Παπαβασιλείου. Για παράδειγμα, υπάρχει ασήμι και ψευδάργυρος (μαζί με όλα τα κοιτάσματα χρυσού) στη Δράμα, την Ξάνθη και τη Χαλκιδική, μόλυβδος στις ίδιες περιοχές, αλλά και στις Σέρρες, χαλκός στην Ποντοκερασιά Κιλκίς, πλατινοειδή που μπορούν να δώσουν πλατίνα, μαγγάνιο, σιδηρονικέλιο που θεωρείται θαυματουργό για τη βαριά βιομηχανία της Δυτικής Ευρώπης και για τις εξαγωγές, αλλά και το γνωστό από την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας ουράνιο στη Δράμα. Σύμφωνα με τον κ. Παπαβασιλείου, «σε περισσότερα από 500 μέρη σε όλη την Ελλάδα υπάρχει πλήθος βιομηχανικών ορυκτών, από μπεντονίτη και σμύριδα ως περλίτη, χαλαζία, άστριους, καολίνη, μαγνησίτη και πυρίτιο που χρησιμεύει στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές».
Σε αρκετές περιοχές γίνεται εξόρυξη αλλά σε ακόμη περισσότερες η εκμετάλλευση έχει εγκαταλειφθεί και τώρα αρχίζει ξανά. Ολα αυτά τα μέταλλα περιμένουν τους επενδυτές, Ελληνες ή ξένους, όχι βέβαια για να αγοράσουν το υπέδαφος (που ανήκει μόνον στο Ελληνικό Δημόσιο), αλλά για προσεκτικές συμβάσεις παραχώρησης με ολοκληρωμένους περιβαλλοντικούς όρους και μεγάλα αντισταθμιστικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, όπως ήδη προγραμματίζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και κυρίως το υπουργείο Περιβάλλοντος.
«Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα ευρύτερο, πλούσιο κοιτασματοφόρο γεωγραφικό πλαίσιο. Στους γεωλόγους της Ευρώπης, μέσα από συνέδρια και έρευνες υπεδάφους,είναι “διάσημο” το βαλκανικό γεωλογικό τόξο,που εκτείνεται από τη Ρουμανία ως και την Τουρκία, με μεγάλα και πλούσια κοιτάσματα,που ήδη βρίσκονται σε εκμετάλλευση σε όμορες με την Ελλάδα χώρες» επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του ΙΓΜΕ. Η Τουρκία ξεκίνησε τα τελευταία χρόνια τρία μεταλλεία χρυσού, ενώ έχει δώσει αδειοδότηση για άλλα τέσσερα. Η Βουλγαρία έχει μπει και αυτή στην παραγωγή χρυσού με ένα εργοστάσιο σε λειτουργία και ένα δεύτερο υπό λειτουργία. Επίσης Ρουμανία, Σερβία και Κόσοβο βρίσκονται σε διαδικασίες έρευνας και εκμετάλλευσης μεταλλείων.
Στη χώρα μας έχουν ερευνηθεί από το κρατικό ΙΓΜΕ περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (Ποντοκερασιά Κιλκίς, Αγκιστρο Σερρών, Φαρασινό Δράμας), ενώ υπάρχουν και άλλες που χρήζουν έρευνας, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ύπαρξης κοιτασμάτων. «Οι έρευνες του ΙΓΜΕ, για τις οποίες το Ινστιτούτο έχει δαπανήσει αρκετά εκατομμύρια ευρώ, έχουν δημιουργήσει πρωτογενές υπόβαθρο για τον “μεταλλευτικό χάρτη” της χώρας και αποτελούν τη βάση για επενδυτικές δραστηριότητες στον κλάδο» αναφέρει ο κ. Γ. Μαρκόπουλος διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Χρυσωρυχεία Θράκης, η οποία ασχολείται με την εξόρυξη χρυσού και ενδιαφέρεται και για άλλα μέταλλα στη Βόρεια Ελλάδα, κυρίως χρώμιο, μόλυβδο και ψευδάργυρο.
Οσον αφορά τον χρυσό, οι περιοχές στις οποίες βρίσκονται τα βεβαιωμένα και ερευνημένα κοιτάσματα είναι κυρίως στη Χαλκιδική (Στρατώνι, Ολυμπιάδα, Σκουριές), στις Σάπες της Κομοτηνής και στο Πέραμα της Αλεξανδρούπολης. Για τα διαπιστωμένα κοιτάσματα χρυσού, συνολικής αξίας πάνω από 16 δισ. ευρώ, οι άμεσες επενδύσεις από τους τρεις ομίλους που ενδιαφέρονται να ξεκινήσουν την εξορυκτική δραστηριότητα φθάνουν τα 2 δισ. ευρώ, δημιουργώντας 2.000 θέσεις εργασίας πρωτογενώς.
Ποιοι ψάχνουν στην Ελλάδα
ΑΝΗΚΕΙ κατά 95% στην καναδο-ρουμανική Εuropean Goldfields, ενώ το υπόλοιπο 5% ανήκει στην Ελλάκτωρ. «Κάθε χρόνο θα αποδίδουμε στο Ελληνικό Δημόσιο φόρους που θα φθάνουν τα 100 εκατ. ευρώ» λέει στο «Βήμα» ο κ. Μαρκ Ραχοβίδης , Καναδός ελληνικής καταγωγής και αντιπρόεδρος της Εuropean Goldfields. Το ύψος της επένδυσης ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ για την ανάπτυξη των μεταλλείων στην Ολυμπιάδα και στις Σκουριές. Ο ετήσιος κύκλος εργασιών εκτιμάται να φτάνει τα 400 εκατ. ευρώ. Στα ορυχεία της Ολυμπιάδας και των Σκουριών έχουν ανακαλυφθεί αποθέματα που φθάνουν στα 10 εκατ. ουγκιές χρυσού, ενώ τα άμεσα και έμμεσα έσοδα από τη λειτουργία των χρυσωρυχείων υπολογίζονται περίπου στα 10 δισ. ευρώ.
ΑΝΗΚΕΙ κατά 95% στην καναδο-ρουμανική Εuropean Goldfields, ενώ το υπόλοιπο 5% ανήκει στην Ελλάκτωρ. «Κάθε χρόνο θα αποδίδουμε στο Ελληνικό Δημόσιο φόρους που θα φθάνουν τα 100 εκατ. ευρώ» λέει στο «Βήμα» ο κ. Μαρκ Ραχοβίδης , Καναδός ελληνικής καταγωγής και αντιπρόεδρος της Εuropean Goldfields. Το ύψος της επένδυσης ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ για την ανάπτυξη των μεταλλείων στην Ολυμπιάδα και στις Σκουριές. Ο ετήσιος κύκλος εργασιών εκτιμάται να φτάνει τα 400 εκατ. ευρώ. Στα ορυχεία της Ολυμπιάδας και των Σκουριών έχουν ανακαλυφθεί αποθέματα που φθάνουν στα 10 εκατ. ουγκιές χρυσού, ενώ τα άμεσα και έμμεσα έσοδα από τη λειτουργία των χρυσωρυχείων υπολογίζονται περίπου στα 10 δισ. ευρώ.
Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ θέλει να αναπτύξει το έργο του Περάματος Εβρου, όπου υπολογίζεται ότι υπάρχουν 1 εκατ. ουγκιές χρυσού. Η επένδυση θα ξεπεράσει τα 120 εκατ. ευρώ, ενώ σε βάθος δεκαετίας θα επενδυθούν άλλα 180 εκατ. ευρώ. Οι άμεσες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν θα ανέρχονται σε 200. «Σε τοπικό επίπεδο η κοινή γνώμη δεν είναι πλέον αρνητική. Διοργανώσαμε και ένα ταξίδι σε μεταλλουργεία χρυσού στη Φινλανδία όπου ήρθαν πολλοί σύλλογοι της περιοχής και είδαν ότι τηρούνται αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές» λέει στο «Βήμα» ο κ. Γ. Μαρκόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Το 70% των κεφαλαίων θα επενδυθεί στην περιοχή της Θράκης, ενώ το Δημόσιο θα εισπράξει φόρους 120 εκατ. ευρώ.
Η μητρική εταιρεία Εldorado Gold Corporation, από τον Κανάδα διαθέτει μεταλλεία χρυσού σε Κίνα, Τουρκία και Βραζιλία. ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΣΑΠΕΣ της Ροδόπης, η Μεταλλευτική Θράκης, η οποία ανήκει στην αυστραλιανή Cape Labert, θέλει να ξεκινήσει μια επένδυση που δεν προχώρησε δύο φορές στο παρελθόν με άλλους ιδιοκτήτες. Πρόκειται για μεταλλείο χρυσού αντίστοιχης δυναμικότητας με εκείνο του Περάματος, για το οποίο είχε εγκριθεί προμελέτη χωροθέτησης από το ΥΠΕΧΩΔΕ, η οποία απορρίφθηκε από το ΣτΕ πριν από τέσσερα χρόνια. Οι Αυστραλοί θέλουν να επενδύσουν 100 εκατ. ευρώ σε έξι χρόνια, να αποδώσουν φόρους πάνω από 80 εκατ. ευρώ στο Ελληνικό Δημόσιο και να δημιουργήσουν 500 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας.
Η χρυσοθηρία δεν είναι εύκολη υπόθεση στην Ελλάδα
Π ριν από περίπου 150 χρόνια οι χρυσοθήρες στην Καλιφόρνια και στο Αρκανσο ήταν πραγματικοί τυχοδιώκτες, δηλαδή κυνηγούσαν («δίωκαν») την τύχη τους: επέλεγαν ένα κομμάτι γης στην άκρη ενός ποταμού και άρχιζαν την έρευνα. Οταν μάλιστα παρουσιάζονταν ιδιοκτησιακά προβλήματα, τον λόγο είχαν τα... πιστόλια! Σήμερα η κατάσταση ευτυχώς είναι διαφορετική, αφού οι μεταλλουργίες χρυσού υποβάλλουν αναλυτικές περιβαλλοντικές μελέτες, δίνουν αντισταθμιστικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, με πρώτη την απασχόληση, και φροντίζουν για την αποκατάσταση του φυσικού τοπίου όταν αποχωρούν από μια εξόρυξη. Παρ΄ όλα αυτά, μια μερίδα των τοπικών κοινωνιών στη χώρα μας είναι καχύποπτη και αντιδρά παρατεταμένα. Το ίδιο έχει συμβεί με τη μεταλλουργία χρυσού στη Χαλκιδική, η οποία πάντως βρίσκεται στην τελική στροφή: σε περίπου έναν μήνα από σήμερα, οι υπηρεσίες του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής θα έχουν ολοκληρώσει την επεξεργασία της τελικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) για την επένδυση του χρυσού της Χαλκιδικής και θα την προωθήσουν στην αρμόδια υπουργό κυρία Τίνα Μπιρμπίλη για αδειοδότηση. Η κυρία Μπιρμπίλη, σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», έχει θέσει τρεις όρους: την τήρηση των πιο αυστηρών περιβαλλοντικών προδιαγραφών, την αποκατάσταση του τοπίου από τις προηγούμενες εργασίες που είχαν γίνει πριν από χρόνια και τα σημαντικά αντισταθμιστικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες. Η πιο αναγνωρίσιμη «ατυχής» υπόθεση χρυσού είναι εκείνη της καναδικής ΤVΧ Gold, η οποία πούλησε τα δικαιώματα και έφυγε αιφνιδιαστικά μέσα σε ένα βράδυ το 2003, αφού απέτυχε να υλοποιήσει την επένδυση μεταλλουργίας χρυσού στη Χαλκιδική την οποία πάλευε πάνω από έξι χρόνια.
Π ριν από περίπου 150 χρόνια οι χρυσοθήρες στην Καλιφόρνια και στο Αρκανσο ήταν πραγματικοί τυχοδιώκτες, δηλαδή κυνηγούσαν («δίωκαν») την τύχη τους: επέλεγαν ένα κομμάτι γης στην άκρη ενός ποταμού και άρχιζαν την έρευνα. Οταν μάλιστα παρουσιάζονταν ιδιοκτησιακά προβλήματα, τον λόγο είχαν τα... πιστόλια! Σήμερα η κατάσταση ευτυχώς είναι διαφορετική, αφού οι μεταλλουργίες χρυσού υποβάλλουν αναλυτικές περιβαλλοντικές μελέτες, δίνουν αντισταθμιστικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, με πρώτη την απασχόληση, και φροντίζουν για την αποκατάσταση του φυσικού τοπίου όταν αποχωρούν από μια εξόρυξη. Παρ΄ όλα αυτά, μια μερίδα των τοπικών κοινωνιών στη χώρα μας είναι καχύποπτη και αντιδρά παρατεταμένα. Το ίδιο έχει συμβεί με τη μεταλλουργία χρυσού στη Χαλκιδική, η οποία πάντως βρίσκεται στην τελική στροφή: σε περίπου έναν μήνα από σήμερα, οι υπηρεσίες του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής θα έχουν ολοκληρώσει την επεξεργασία της τελικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) για την επένδυση του χρυσού της Χαλκιδικής και θα την προωθήσουν στην αρμόδια υπουργό κυρία Τίνα Μπιρμπίλη για αδειοδότηση. Η κυρία Μπιρμπίλη, σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», έχει θέσει τρεις όρους: την τήρηση των πιο αυστηρών περιβαλλοντικών προδιαγραφών, την αποκατάσταση του τοπίου από τις προηγούμενες εργασίες που είχαν γίνει πριν από χρόνια και τα σημαντικά αντισταθμιστικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες. Η πιο αναγνωρίσιμη «ατυχής» υπόθεση χρυσού είναι εκείνη της καναδικής ΤVΧ Gold, η οποία πούλησε τα δικαιώματα και έφυγε αιφνιδιαστικά μέσα σε ένα βράδυ το 2003, αφού απέτυχε να υλοποιήσει την επένδυση μεταλλουργίας χρυσού στη Χαλκιδική την οποία πάλευε πάνω από έξι χρόνια.
Η αντίδραση των τοπικών φορέων της Χαλκιδικής και η εμπλοκή στο Συμβούλιο της Επικρατείας απέτρεψαν τότε την επένδυση, ενώ και η γραφειοκρατία έχει παίξει ρόλο, Στη διαδικασία της έγκρισης της τελικής ΜΠΕ ο αντιπρόεδρος της Εuropean Goldfields (που είναι ο βασικός μέτοχος κατά 95% της Ελληνικός Χρυσός) κ. Στιβ Σαρπ από τη Ζυρίχη, επισημαίνει ότι «η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το έργο χρυσού στη Χαλκιδική αποτελείται από 3.500 σελίδες και είναι η μεγαλύτερη που υπήρξε ποτέ στην ιστορία του ελληνικού κράτους». Οι αντιδράσεις όμως από μέρος της τοπικής κοινωνίας της Χαλκιδικής συνεχίζονται. «Με την εξόρυξη χρυσούεπέρχεται καταστροφή μεγάλων εκτάσεων, απαιτούνται τεράστιες ποσότητες νερού, ενώ στην κατεργασία χρησιμοποιείται κυανιούχο νάτριο, το οποίο ως απόβλητο μολύνει εδάφη και ποτάμια» υποστηρίζει η κυρία Εύη Χρόνη, μηχανικός που παραθερίζει επί χρόνια στη Βόρεια Χαλκιδική. Οι μηχανικοί των εταιρειών χρυσού απαντούν ότι η τεχνολογία έχει προχωρήσει και τα τεχνικά θέματα έχουν επιλυθεί. Οι μονάδες χρειάζονται πλέον ελάχιστο νερό, καθώς χρησιμοποιούνται πρέσες ανακύκλωσης, ενώ τα απόβλητα δεν είναι σε υγρή μορφή (λίμνη τελμάτων), αλλά σε στερεά (ξηρή απόθεση), γεγονός που τα καθιστά ασφαλή.
Φουντώνει το ενδιαφέρον για ΛΑΡΚΟ
Τ ο νικέλιο και ο βωξίτης (από τον οποίο μέσω αλουμίνας παράγεται το αλουμίνιο) είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις μεταλλευμάτων με μεγάλη ιστορία επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων εργασίας, εξαγωγών και πλούτου, αλλά με διαφορετική κατάληξη. Τη στιγμή που η βιομηχανία του αλουμινίου ανθεί, το νικέλιο θεωρείται ότι έχει μεγάλες δυνατότητες, οι οποίες λόγω κρίσης ανακαλύπτονται εκ νέου. Η εξαγγελία ιδιωτικοποίησης της ΛΑΡΚΟ και το ενδιαφέρον από το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό είναι χαρακτηριστικά, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει και για τα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα νικελίου στη Φλαμουριά Καστοριάς, τα επόμενα καλύτερα ύστερα από αυτά της Λάρυμνας που τροφοδοτούν τη ΛΑΡΚΟ. Η ΛΑΡΚΟ για πολλές δεκαετίες ήταν η «ναυαρχίδα» του ομίλου Μποδοσάκη και το νικέλιο, τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, εθεωρείτο ένας από τους «πυλώνες» της ελληνικής βιομηχανίας. Τα μεταλλεία της Λάρυμνας άλλωστε ήταν γνωστά από την Αρχαιότητα, αλλά η σύγχρονη εκμετάλλευσή τους ξεκίνησε μόλις το 1901 από τον Αντώνιο Σταματιάδη. Στη διάρκεια της Κατοχής Γερμανοί και Ιταλοί είχαν εκπονήσει μελέτες για το νικέλιο σχεδιάζοντας να το εκμεταλλευθούν για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά ευτυχώς δεν πρόλαβαν. Το 1952, έπειτα από διεθνή διαγωνισμό, η εταιρεία του Πρόδρομου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη ΑΕΕ Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων αποκτά το δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων νικελίου της περιοχής. Ξεκινά τη δημιουργία εργοστασίου επεξεργασίας του νικελίου με παραγγελίες από τη γερμανική Κrupp. Ομως μετά τον θάνατο του ιδρυτή της το 1979 δεν αντέχει στην πρώτη περιοδική κρίση των τιμών νικελίου και γίνεται προβληματική. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 η ΛΑΡΚΟ καταλήγει στους «κόλπους» του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ). Το 1989 εκκαθαρίζεται η παλαιά ΛΑΡΚΟ και ιδρύεται η νέα ΛΑΡΚΟ με μετόχους την Εθνική Τράπεζα (35%), τη ΔΕΗ (περίπου 30%) και τον ΟΑΕ.
Τ ο νικέλιο και ο βωξίτης (από τον οποίο μέσω αλουμίνας παράγεται το αλουμίνιο) είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις μεταλλευμάτων με μεγάλη ιστορία επενδύσεων, δημιουργίας θέσεων εργασίας, εξαγωγών και πλούτου, αλλά με διαφορετική κατάληξη. Τη στιγμή που η βιομηχανία του αλουμινίου ανθεί, το νικέλιο θεωρείται ότι έχει μεγάλες δυνατότητες, οι οποίες λόγω κρίσης ανακαλύπτονται εκ νέου. Η εξαγγελία ιδιωτικοποίησης της ΛΑΡΚΟ και το ενδιαφέρον από το εξωτερικό αλλά και το εσωτερικό είναι χαρακτηριστικά, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον υπάρχει και για τα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα νικελίου στη Φλαμουριά Καστοριάς, τα επόμενα καλύτερα ύστερα από αυτά της Λάρυμνας που τροφοδοτούν τη ΛΑΡΚΟ. Η ΛΑΡΚΟ για πολλές δεκαετίες ήταν η «ναυαρχίδα» του ομίλου Μποδοσάκη και το νικέλιο, τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, εθεωρείτο ένας από τους «πυλώνες» της ελληνικής βιομηχανίας. Τα μεταλλεία της Λάρυμνας άλλωστε ήταν γνωστά από την Αρχαιότητα, αλλά η σύγχρονη εκμετάλλευσή τους ξεκίνησε μόλις το 1901 από τον Αντώνιο Σταματιάδη. Στη διάρκεια της Κατοχής Γερμανοί και Ιταλοί είχαν εκπονήσει μελέτες για το νικέλιο σχεδιάζοντας να το εκμεταλλευθούν για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά ευτυχώς δεν πρόλαβαν. Το 1952, έπειτα από διεθνή διαγωνισμό, η εταιρεία του Πρόδρομου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη ΑΕΕ Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων αποκτά το δικαίωμα εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων νικελίου της περιοχής. Ξεκινά τη δημιουργία εργοστασίου επεξεργασίας του νικελίου με παραγγελίες από τη γερμανική Κrupp. Ομως μετά τον θάνατο του ιδρυτή της το 1979 δεν αντέχει στην πρώτη περιοδική κρίση των τιμών νικελίου και γίνεται προβληματική. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 η ΛΑΡΚΟ καταλήγει στους «κόλπους» του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ). Το 1989 εκκαθαρίζεται η παλαιά ΛΑΡΚΟ και ιδρύεται η νέα ΛΑΡΚΟ με μετόχους την Εθνική Τράπεζα (35%), τη ΔΕΗ (περίπου 30%) και τον ΟΑΕ.
Την περίοδο 2000-2001 υλοποιείται το επενδυτικό πρόγραμμα 20 εκατ. ευρώ με αποτέλεσμα η εταιρεία να επανέλθει στην κερδοφορία εκμεταλλευόμενη την κυκλική ανοδική πορεία των τιμών νικελίου. Τον Ιούλιο του 2006 (όταν τα κέρδη της εταιρείας, περίπου 80 εκατ. ευρώ, προεξοφλήθηκαν πάμφθηνα από την τότε διοίκηση) έγινε προσπάθεια χωρίς πολλή δημοσιότητα να «μεταβιβαστεί» η ΛΑΡΚΟ, αφού αποτιμήθηκε τότε το 70% του μετοχικού κεφαλαίου της σε μόλις 115 εκατ. ευρώ. Οι αντιδράσεις πάντως και οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων απέτρεψαν το εγχείρημα.