Που πήγε η κοινωνική μέριμνα του κράτους;
Γράφει η Ντιάνα Τσερβονίδου
Το βιοτικό επίπεδο του μέσου πολίτη της χώρας έχει πέσει δραματικά, ιδιαίτερα δε, το τελευταίο χρονικό διάστημα, στα πλαίσια, πάντοτε, της γενικευμένης λιτότητας που κατατρέχει την ελληνική κοινωνία.
Επί της αρχής είναι ανάγκη επιτακτική η αλλαγή της κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης, ώστε οι πολίτες να νιώσουν ασφαλείς, με όλη την σημασία της λέξης, στην ίδια τους την χώρα. Δεν είναι δυνατόν να αισθάνεται κάποιος ασφαλής, όταν είναι άνεργος και ανασφάλιστος. Όταν, δηλαδή, δεν προβλέπεται καμία κοινωνική μέριμνα για την δική του περίπτωση. Οι ανάγκες της κρίσιμης, ομολογουμένως, εποχής, μέσα στην οποία ζούμε και κινούμαστε, απαιτούν μια διαφορετική προσέγγιση από την Πολιτεία των κοινωνικών ζητημάτων, τουλάχιστον των σημαντικότερων.
Όποιον και να ρωτήσεις και εννοώ πάντοτε τους απλούς πολίτες, δηλαδή αυτούς που επωμίζονται όλες τις αρνητικές συνέπειες της γενικότερης κρίσης, θα σου απαντήσει το ίδιο πράγμα, ότι δηλαδή το κράτος απουσιάζει από τα προβλήματά του.
Ενώ, η πολιτική ηγεσία απαιτεί από τους ίδιους πολίτες να είναι σωστοί στις υποχρεώσεις τους, να καταβάλλουν δηλαδή όλους τους φόρους που υπάρχουν, ώστε να καλύπτονται οι «τρύπες» της εθνικής οικονομίας, η ίδια αποδεικνύεται ασυνεπής στις δικές της υποχρεώσεις προς το κοινωνικό σύνολο.
Δεν υπάρχει καμία δικλίδα ασφαλείας, όσον αφορά την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας και αυτό είναι ίσως το πιο δραματικό μεταξύ όλων των κακών που μας έχουν βρει σαν έθνος. Λέξεις όπως φροντίδα και αλληλεγγύη απουσιάζουν από το πολιτικό λεξιλόγιο, βάση του οποίου λειτουργούν οι πολιτικοί μας. Η ισοπέδωση ενός ευνομούμενου κοινωνικού κράτους είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, αφού είναι ανύπαρκτη η αντίστοιχη πολιτική του κράτους.
Κοινωνικά προγράμματα, όπως το «Βοήθεια στο σπίτι», κλείνουν ή περιορίζουν σημαντικά την δράση τους. Κρατικά επιδόματα που θα ανακούφιζαν τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις συμπολιτών μας έχουν ξεχαστεί (βλέπε επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης) και δεν είναι μόνον αυτά. Είναι και πολλά άλλα, αυτά τα οποία μας καταστούν «παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Η ανεργία και οι ελαστικές μορφές απασχόλησης αποτελούν τα μεγαλύτερα «αγκάθια» που συνεχίζουν να πληγώνουν τις εργασιακές μας σχέσεις. Ενώ, όσοι από τους πολίτες εργάζονται, διακατέχονται από ένα μόνιμο άγχος, να μην βρεθούν από την μια μέρα στην άλλη στον δρόμο της ανεργίας. Οι περικοπές και τα ψαλιδίσματα σε μισθούς και συντάξεις αποτελούν πάγια πολιτική της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα η ανασφάλεια να έχει γίνει ο μόνιμος «σύντροφος» του μέσου πολίτη.
Το κράτος συνεχίζει να παίρνει χωρίς να δίνει. Είναι αδηφάγο και αδίστακτο στις απαιτήσεις του. Το νιώθεις απειλητικό και εχθρικό. Κάθε φορά, λοιπόν, που το κράτος, σου δείχνει τα «τρομακτικά» του δόντια, εσύ απλά απελπίζεσαι και κλείνεσαι στο «καβούκι» σου. Κλαις για το παιδί σου που έχει κουραστεί από την ελληνική πραγματικότητα και θέλει να ανοίξει τα φτερά του σε μια άλλη χώρα. Κλαις όμως και για τα χαμένα σου όνειρα που, πλέον, έχουν γίνει «στάχτη».
Πού είναι το κοινωνικό κράτος; Πού είναι η κοινωνική μέριμνα; Πώς μας κατάντησαν έτσι οι πολιτικάντηδες με τις μεγαλοστομίες και τις πολλά υποσχόμενες δηλώσεις του. Δυστυχώς, ζούμε στην χώρα του «δεν υπάρχουν χρήματα για τους πολίτες, παρά μόνον, για τους μισθούς και τις απολαβές των υψηλά ιστάμενων»…